Bible Kralická (1613) + Textus ReceptusEvangelium podle Matouše - 22. kapitola

1 I odpovídaje Ježíš, mluvil jim opět v podobenstvích, řka:
2 Podobno jest království nebeské člověku králi, kterýž učinil svadbu synu svému.
3 I poslal služebníky své, aby povolali pozvaných na svadbu, ale nechtěli přijíti.
4 Opět poslal jiné služebníky, řka: Povězte pozvaným: Aj, oběd svůj připravil jsem, volové moji a krmný dobytek zbit jest, a všecko hotovo. Poďtež na svadbu.
5 Ale oni nedbavše, odešli, jiný do vsi své, a jiný po kupectví svém.
6 Jiní pak zjímavše služebníky jeho, a posměch jim učinivše, zmordovali.
7 A uslyšav to král, rozhněval se; a poslav vojska svá, zhubil vražedlníky ty, a město jejich zapálil.
8 Tedy řekl služebníkům svým: Svadba zajisté hotova jest, ale ti, kteříž pozváni byli, nebyli hodni.
9 Protož jděte na rozcestí, a kteréžkoli naleznete, zovtež na svadbu.
10 I vyšedše služebníci ti na cesty, shromáždili všecky, kteréžkoli nalezli, zlé i dobré. A naplněna jest svadba hodovníky.
11 Tehdy všed král, aby pohleděl na hodovníky, uzřel tam člověka neoděného rouchem svadebním.
12 I řekl jemu: Příteli, kteraks ty sem všel, nemaje roucha svadebního? A on oněměl.
13 Tedy řekl král služebníkům: Svížíce nohy jeho i ruce, vezměte ho, a uvrztež jej do temností těch zevnitřních. Tamť bude pláč a škřipení zubů.
14 Nebo mnoho jest povolaných, ale málo vyvolených.
15 Tehdy odšedše farizeové, radili se, jak by polapili jej v řeči.
16 I poslali k němu učedlníky své s Herodiány, řkouce: Mistře, víme, že pravdomluvný jsi, a cestě Boží v pravdě učíš, a nedbáš na žádného; nebo nepatříš na osobu lidskou.
17 Protož pověz nám, co se tobě zdá: Sluší-li daň dáti císaři, čili nic?
18 Znaje pak Ježíš zlost jejich, řekl: Co mne pokoušíte, pokrytci?
19 Ukažte mi peníz daně. A oni podali mu peníze.
20 I řekl jim: Čí jest tento obraz a nápis?
21 Řekli mu: Císařův. Tedy dí jim: Dávejtež tedy, co jest císařova, císaři, a co Božího, Bohu.
22 To uslyšavše, divili se, a opustivše jej, odešli.
23 V ten den přišli k němu saduceové, kteříž praví, že není z mrtvých vstání. I otázali se ho,
24 Řkouce: Mistře, Mojžíš pověděl: Umřel-li by kdo, nemaje dětí, aby bratr jeho právem švagrovství pojal ženu jeho, a vzbudil símě bratru svému.
25 I bylo u nás sedm bratrů. První pojav ženu, umřel, a nemaje semene, zůstavil ženu svou bratru svému.
26 Takž podobně i druhý, i třetí, až do sedmého.
27 Nejposléze pak po všech umřela i žena.
28 Protož při vzkříšení kterého z těch sedmi bude žena? Nebo všickni ji měli.
29 I odpověděv Ježíš, řekl jim: Bloudíte, neznajíce písem ani moci Boží.
30 Však při vzkříšení nebudou se ani ženiti ani vdávati, ale budou jako andělé Boží v nebi.
31 O vzkříšení pak mrtvých zdaliž jste nečtli, co jest vám povědíno od Boha, kterýž dí:
32 Já jsem Bůh Abrahamův, a Bůh Izákův, a Bůh Jákobův? Bůhť není Bůh mrtvých, ale živých.
33 A slyševše to zástupové, divili se učení jeho.
34 Farizeové pak uslyšavše, že by k mlčení přivedl saducejské, sešli se v jedno.
35 I otázal se jeden z nich zákonník, pokoušeje ho, a řka:
36 Mistře, které jest přikázaní veliké v zákoně?
37 I řekl mu Ježíš: Milovati budeš Pána Boha svého z celého srdce svého, a ze vší duše své, a ze vší mysli své.
38 To jest přední a veliké přikázaní.
39 Druhé pak jest podobné tomu: Milovati budeš bližního svého jako sebe samého.
40 Na těch dvou přikázaních všecken zákon záleží i proroci.
41 A když se sešli farizeové, otázal se jich Ježíš,
42 Řka: Co se vám zdá o Kristu? Čí jest syn? Řkou jemu: Davidův.
43 Dí jim: Kterakž pak David v Duchu nazývá ho Pánem, řka:
44 Řekl Pán Pánu mému: Seď na pravici mé, dokudž nepoložím nepřátel tvých za podnože noh tvých?
45 Poněvadž tedy David Pánem ho nazývá, i kterakž syn jeho jest?
46 A nižádný nemohl jemu odpovědíti slova, aniž směl kdo více od toho dne jeho se tázati.


1 και αποκριθεις ο ιησους παλιν ειπεν αυτοις εν παραβολαις λεγων
2 ωμοιωθη η βασιλεια των ουρανων ανθρωπω βασιλει οστις εποιησεν γαμους τω υιω αυτου
3 και απεστειλεν τους δουλους αυτου καλεσαι τους κεκλημενους εις τους γαμους και ουκ ηθελον ελθειν
4 παλιν απεστειλεν αλλους δουλους λεγων ειπατε τοις κεκλημενοις ιδου το αριστον μου ητοιμασα οι ταυροι μου και τα σιτιστα τεθυμενα και παντα ετοιμα δευτε εις τους γαμους
5 οι δε αμελησαντες απηλθον ο μεν εις τον ιδιον αγρον ο δε εις την εμποριαν αυτου
6 οι δε λοιποι κρατησαντες τους δουλους αυτου υβρισαν και απεκτειναν
7 ακουσας δε ο βασιλευς ωργισθη και πεμψας τα στρατευματα αυτου απωλεσεν τους φονεις εκεινους και την πολιν αυτων ενεπρησεν
8 τοτε λεγει τοις δουλοις αυτου ο μεν γαμος ετοιμος εστιν οι δε κεκλημενοι ουκ ησαν αξιοι
9 πορευεσθε ουν επι τας διεξοδους των οδων και οσους αν ευρητε καλεσατε εις τους γαμους
10 και εξελθοντες οι δουλοι εκεινοι εις τας οδους συνηγαγον παντας οσους ευρον πονηρους τε και αγαθους και επλησθη ο γαμος ανακειμενων
11 εισελθων δε ο βασιλευς θεασασθαι τους ανακειμενους ειδεν εκει ανθρωπον ουκ ενδεδυμενον ενδυμα γαμου
12 και λεγει αυτω εταιρε πως εισηλθες ωδε μη εχων ενδυμα γαμου ο δε εφιμωθη
13 τοτε ειπεν ο βασιλευς τοις διακονοις δησαντες αυτου ποδας και χειρας αρατε αυτον και εκβαλετε εις το σκοτος το εξωτερον εκει εσται ο κλαυθμος και ο βρυγμος των οδοντων
14 πολλοι γαρ εισιν κλητοι ολιγοι δε εκλεκτοι
15 τοτε πορευθεντες οι φαρισαιοι συμβουλιον ελαβον οπως αυτον παγιδευσωσιν εν λογω
16 και αποστελλουσιν αυτω τους μαθητας αυτων μετα των ηρωδιανων λεγοντες διδασκαλε οιδαμεν οτι αληθης ει και την οδον του θεου εν αληθεια διδασκεις και ου μελει σοι περι ουδενος ου γαρ βλεπεις εις προσωπον ανθρωπων
17 ειπε ουν ημιν τι σοι δοκει εξεστιν δουναι κηνσον καισαρι η ου
18 γνους δε ο ιησους την πονηριαν αυτων ειπεν τι με πειραζετε υποκριται
19 επιδειξατε μοι το νομισμα του κηνσου οι δε προσηνεγκαν αυτω δηναριον
20 και λεγει αυτοις τινος η εικων αυτη και η επιγραφη
21 λεγουσιν αυτω καισαρος τοτε λεγει αυτοις αποδοτε ουν τα καισαρος καισαρι και τα του θεου τω θεω
22 και ακουσαντες εθαυμασαν και αφεντες αυτον απηλθον
23 εν εκεινη τη ημερα προσηλθον αυτω σαδδουκαιοι οι λεγοντες μη ειναι αναστασιν και επηρωτησαν αυτον
24 λεγοντες διδασκαλε μωσης ειπεν εαν τις αποθανη μη εχων τεκνα επιγαμβρευσει ο αδελφος αυτου την γυναικα αυτου και αναστησει σπερμα τω αδελφω αυτου
25 ησαν δε παρ ημιν επτα αδελφοι και ο πρωτος γαμησας ετελευτησεν και μη εχων σπερμα αφηκεν την γυναικα αυτου τω αδελφω αυτου
26 ομοιως και ο δευτερος και ο τριτος εως των επτα
27 υστερον δε παντων απεθανεν και η γυνη
28 εν τη ουν αναστασει τινος των επτα εσται γυνη παντες γαρ εσχον αυτην
29 αποκριθεις δε ο ιησους ειπεν αυτοις πλανασθε μη ειδοτες τας γραφας μηδε την δυναμιν του θεου
30 εν γαρ τη αναστασει ουτε γαμουσιν ουτε εκγαμιζονται αλλ ως αγγελοι του θεου εν ουρανω εισιν
31 περι δε της αναστασεως των νεκρων ουκ ανεγνωτε το ρηθεν υμιν υπο του θεου λεγοντος
32 εγω ειμι ο θεος αβρααμ και ο θεος ισαακ και ο θεος ιακωβ ουκ εστιν ο θεος θεος νεκρων αλλα ζωντων
33 και ακουσαντες οι οχλοι εξεπλησσοντο επι τη διδαχη αυτου
34 οι δε φαρισαιοι ακουσαντες οτι εφιμωσεν τους σαδδουκαιους συνηχθησαν επι το αυτο
35 και επηρωτησεν εις εξ αυτων νομικος πειραζων αυτον και λεγων
36 διδασκαλε ποια εντολη μεγαλη εν τω νομω
37 ο δε ιησους ειπεν αυτω αγαπησεις κυριον τον θεον σου εν ολη τη καρδια σου και εν ολη τη ψυχη σου και εν ολη τη διανοια σου
38 αυτη εστιν πρωτη και μεγαλη εντολη
39 δευτερα δε ομοια αυτη αγαπησεις τον πλησιον σου ως σεαυτον
40 εν ταυταις ταις δυσιν εντολαις ολος ο νομος και οι προφηται κρεμανται
41 συνηγμενων δε των φαρισαιων επηρωτησεν αυτους ο ιησους
42 λεγων τι υμιν δοκει περι του χριστου τινος υιος εστιν λεγουσιν αυτω του δαβιδ
43 λεγει αυτοις πως ουν δαβιδ εν πνευματι κυριον αυτον καλει λεγων
44 ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καθου εκ δεξιων μου εως αν θω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου
45 ει ουν δαβιδ καλει αυτον κυριον πως υιος αυτου εστιν
46 και ουδεις εδυνατο αυτω αποκριθηναι λογον ουδε ετολμησεν τις απ εκεινης της ημερας επερωτησαι αυτον ουκετι



Malachiáš 21. kapitola     23. kapitola Evangelium podle Marka

Zobrazit ve Studijní on-line bibli
www.obohu.cz © 2011 - 2100