Bible Kralická (1613) + Textus ReceptusEvangelium podle Matouše - 15. kapitola

1 A v tom přistoupí k Ježíšovi Jeruzalémští zákonníci a farizeové, řkouce:
2 Proč učedlníci tvoji přestupují ustanovení starších? Nebo neumývají rukou svých, když mají jísti chléb.
3 A on odpovídaje, řekl jim: Proč i vy přestupujete přikázaní Boží pro ustanovení svá?
4 Nebo přikázal Bůh, řka: Cti otce svého i matku, a kdož by zlořečil otci neb mateři, smrtí ať umře.
5 Ale vy pravíte: Kdož by koli řekl otci neb mateři: Dar jest to, čímž by tobě ode mne pomoženo býti mohlo. A neuctil by otce svého neb mateře své.
6 I zlehčili jste přikázaní Boží pro své ustanovení.
7 Pokrytci, dobře prorokoval o vás Iziáš, řka:
8 Přibližuje se ke mně lid tento ústy svými, a rty mne ctí, ale srdce jejich daleko jest ode mne.
9 Ale nadarmoť mne ctí, učíce učení přikázaní lidských.
10 A svolav zástup, řekl jim: Slyšte a rozumějte.
11 Ne to, což vchází v ústa, poškvrňuje člověka, ale což z úst pochází, toť poškvrňuje člověka.
12 Tehdy přistoupivše učedlníci jeho, řekli mu: Víš-li, že farizeové, slyševše tu řeč, zhoršili se?
13 A on odpovídaje, řekl: Všeliké štípení, jehož neštípil Otec můj ten nebeský, vykořeněno bude.
14 Nechte jich, vůdcovéť jsou slepí slepých. Povede-liť pak slepý slepého, oba v jámu upadnou.
15 I odpověděv Petr, řekl jemu: Vylož nám to podobenství.
16 Ježíš pak řekl: Ještě i vy bez rozumu jste?
17 Nerozumíte-liž, že všecko, což v ústa vchází, do břicha jde, a vypouští se ven?
18 Ale které věci z úst pocházejí, z srdce jdou, a tyť poškvrňují člověka.
19 Z srdce zajisté vycházejí zlá myšlení, vraždy, cizoložstva, smilstva, krádeže, křivá svědectví, rouhání.
20 Tyť jsou věci poškvrňující člověka. Ale neumytýma rukama jísti, toť nepoškvrňuje člověka.
21 A vyšed odtud Ježíš, bral se do krajin Tyrských a Sidonských.
22 A aj, žena Kananejská z končin těch vyšedši, volala, řkuci jemu: Smiluj se nade mnou, Pane, synu Davidův. Dceru mou hrozně trápí ďábelství.
23 On pak neodpověděl jí slova. I přistoupivše učedlníci jeho, prosili ho, řkouce: Odbuď ji, neboť volá za námi.
24 On pak odpověděv, řekl: Nejsem poslán než k ovcem zahynulým z domu Izraelského.
25 Ale ona přistoupivši, klaněla se jemu, řkuci: Pane, pomoz mi.
26 On pak odpověděv, řekl: Není slušné vzíti chléb dětem a vrci štěňatům.
27 A ona řekla: Takť jest, Pane. A však štěňátka jedí drobty, kteříž padají z stolů pánů jejich.
28 Tedy odpovídaje Ježíš, řekl jí: Ó ženo, veliká jest víra tvá. Staniž se tobě, jakž chceš. I uzdravena jest dcera její v tu hodinu.
29 A odšed odtud Ježíš, šel k moři Galilejskému, a vstoupiv na horu, posadil se tam.
30 I přišli k němu zástupové mnozí, majíce s sebou kulhavé, slepé, němé, polámané a jiné mnohé. I kladli je k nohám Ježíšovým, a on je uzdravoval,
31 Tak že se zástupové divili, vidouce, ano němí mluví, polámaní zdraví jsou, kulhaví chodí, slepí vidí. I velebili Boha Izraelského.
32 Ježíš pak svolav učedlníky své, řekl: Líto mi zástupu. Nebo již tři dni trvají se mnou, a nemají, co by jedli; a propustiti jich lačných nechci, aby nezhynuli na cestě.
33 I řkou mu učedlníci jeho: Kde bychom vzali tolik chleba na této poušti, abychom takový zástup nasytili?
34 I řekl jim Ježíš: Kolik chlebů máte? A oni řkou: Sedm, a málo rybiček.
35 I rozkázal zástupům, aby se posadili na zemi.
36 A vzav těch sedm chlebů a ty ryby, učiniv díky, lámal a dal učedlníkům svým, učedlníci pak zástupu.
37 I jedli všickni a nasyceni jsou. A sebrali, což zbylo drobtů, sedm košů plných.
38 Bylo pak těch, kteříž jedli, čtyři tisíce mužů, kromě žen a dětí.
39 A rozpustiv zástupy, vstoupil na lodí. I přišel do krajiny Magdala.


1 τοτε προσερχονται τω ιησου οι απο ιεροσολυμων γραμματεις και φαρισαιοι λεγοντες
2 δια τι οι μαθηται σου παραβαινουσιν την παραδοσιν των πρεσβυτερων ου γαρ νιπτονται τας χειρας αυτων οταν αρτον εσθιωσιν
3 ο δε αποκριθεις ειπεν αυτοις δια τι και υμεις παραβαινετε την εντολην του θεου δια την παραδοσιν υμων
4 ο γαρ θεος ενετειλατο λεγων τιμα τον πατερα σου και την μητερα και ο κακολογων πατερα η μητερα θανατω τελευτατω
5 υμεις δε λεγετε ος αν ειπη τω πατρι η τη μητρι δωρον ο εαν εξ εμου ωφεληθης
6 και ου μη τιμηση τον πατερα αυτου η την μητερα αυτου και ηκυρωσατε την εντολην του θεου δια την παραδοσιν υμων
7 υποκριται καλως προεφητευσεν περι υμων ησαιας λεγων
8 εγγιζει μοι ο λαος ουτος τω στοματι αυτων και τοις χειλεσιν με τιμα η δε καρδια αυτων πορρω απεχει απ εμου
9 ματην δε σεβονται με διδασκοντες διδασκαλιας ενταλματα ανθρωπων
10 και προσκαλεσαμενος τον οχλον ειπεν αυτοις ακουετε και συνιετε
11 ου το εισερχομενον εις το στομα κοινοι τον ανθρωπον αλλα το εκπορευομενον εκ του στοματος τουτο κοινοι τον ανθρωπον
12 τοτε προσελθοντες οι μαθηται αυτου ειπον αυτω οιδας οτι οι φαρισαιοι ακουσαντες τον λογον εσκανδαλισθησαν
13 ο δε αποκριθεις ειπεν πασα φυτεια ην ουκ εφυτευσεν ο πατηρ μου ο ουρανιος εκριζωθησεται
14 αφετε αυτους οδηγοι εισιν τυφλοι τυφλων τυφλος δε τυφλον εαν οδηγη αμφοτεροι εις βοθυνον πεσουνται
15 αποκριθεις δε ο πετρος ειπεν αυτω φρασον ημιν την παραβολην ταυτην
16 ο δε ιησους ειπεν ακμην και υμεις ασυνετοι εστε
17 ουπω νοειτε οτι παν το εισπορευομενον εις το στομα εις την κοιλιαν χωρει και εις αφεδρωνα εκβαλλεται
18 τα δε εκπορευομενα εκ του στοματος εκ της καρδιας εξερχεται κακεινα κοινοι τον ανθρωπον
19 εκ γαρ της καρδιας εξερχονται διαλογισμοι πονηροι φονοι μοιχειαι πορνειαι κλοπαι ψευδομαρτυριαι βλασφημιαι
20 ταυτα εστιν τα κοινουντα τον ανθρωπον το δε ανιπτοις χερσιν φαγειν ου κοινοι τον ανθρωπον
21 και εξελθων εκειθεν ο ιησους ανεχωρησεν εις τα μερη τυρου και σιδωνος
22 και ιδου γυνη χαναναια απο των οριων εκεινων εξελθουσα εκραυγασεν αυτω λεγουσα ελεησον με κυριε υιε δαβιδ η θυγατηρ μου κακως δαιμονιζεται
23 ο δε ουκ απεκριθη αυτη λογον και προσελθοντες οι μαθηται αυτου ηρωτων αυτον λεγοντες απολυσον αυτην οτι κραζει οπισθεν ημων
24 ο δε αποκριθεις ειπεν ουκ απεσταλην ει μη εις τα προβατα τα απολωλοτα οικου ισραηλ
25 η δε ελθουσα προσεκυνει αυτω λεγουσα κυριε βοηθει μοι
26 ο δε αποκριθεις ειπεν ουκ εστιν καλον λαβειν τον αρτον των τεκνων και βαλειν τοις κυναριοις
27 η δε ειπεν ναι κυριε και γαρ τα κυναρια εσθιει απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης των κυριων αυτων
28 τοτε αποκριθεις ο ιησους ειπεν αυτη ω γυναι μεγαλη σου η πιστις γενηθητω σοι ως θελεις και ιαθη η θυγατηρ αυτης απο της ωρας εκεινης
29 και μεταβας εκειθεν ο ιησους ηλθεν παρα την θαλασσαν της γαλιλαιας και αναβας εις το ορος εκαθητο εκει
30 και προσηλθον αυτω οχλοι πολλοι εχοντες μεθ εαυτων χωλους τυφλους κωφους κυλλους και ετερους πολλους και ερριψαν αυτους παρα τους ποδας του ιησου και εθεραπευσεν αυτους
31 ωστε τους οχλους θαυμασαι βλεποντας κωφους λαλουντας κυλλους υγιεις χωλους περιπατουντας και τυφλους βλεποντας και εδοξασαν τον θεον ισραηλ
32 ο δε ιησους προσκαλεσαμενος τους μαθητας αυτου ειπεν σπλαγχνιζομαι επι τον οχλον οτι ηδη ημερας τρεις προσμενουσιν μοι και ουκ εχουσιν τι φαγωσιν και απολυσαι αυτους νηστεις ου θελω μηποτε εκλυθωσιν εν τη οδω
33 και λεγουσιν αυτω οι μαθηται αυτου ποθεν ημιν εν ερημια αρτοι τοσουτοι ωστε χορτασαι οχλον τοσουτον
34 και λεγει αυτοις ο ιησους ποσους αρτους εχετε οι δε ειπον επτα και ολιγα ιχθυδια
35 και εκελευσεν τοις οχλοις αναπεσειν επι την γην
36 και λαβων τους επτα αρτους και τους ιχθυας ευχαριστησας εκλασεν και εδωκεν τοις μαθηταις αυτου οι δε μαθηται τω οχλω
37 και εφαγον παντες και εχορτασθησαν και ηραν το περισσευον των κλασματων επτα σπυριδας πληρεις
38 οι δε εσθιοντες ησαν τετρακισχιλιοι ανδρες χωρις γυναικων και παιδιων
39 και απολυσας τους οχλους ενεβη εις το πλοιον και ηλθεν εις τα ορια μαγδαλα



Malachiáš 14. kapitola     16. kapitola Evangelium podle Marka

Zobrazit ve Studijní on-line bibli
www.obohu.cz © 2011 - 2100