Bible Kralická (1613) + Textus ReceptusEvangelium podle Lukáše - 23. kapitola

1 Tehdy povstavši všecko množství jich, vedli jej ku Pilátovi.
2 A počali naň žalovati, řkouce: Tohoto jsme nalezli, an převrací lid, a brání daně dávati císaři, pravě se býti Kristem králem.
3 Pilát pak otázal se ho, řka: Jsi-liž ty král ten Židovský? A on odpověděv, řekl jemu: Ty pravíš.
4 I dí Pilát předním kněžím {biskupům} a zástupům: Žádné viny nenalézám na tomto člověku.
5 Oni pak více se silili, řkouce: Bouříť lid, uče po všem Judstvu, počav od Galilee až sem.
6 Tedy Pilát uslyšav o Galilei, otázal se, byl-li by člověk Galilejský.
7 A když zvěděl, že by byl z panství Heródesova, poslal jej k Heródesovi, kterýž také v Jeruzalémě byl v ty dni.
8 Heródes pak uzřev Ježíše, zradoval se velmi. Nebo dávno žádal viděti jej, proto že mnoho o něm slýchal, a nadál se, že nějaký div uzří od něho učiněný.
9 I tázal se ho mnohými řečmi, ale on jemu nic neodpovídal.
10 Stáli pak přední kněží {biskupové} a zákonníci, tuze na něj žalujíce.
11 A pohrdna jím Heródes s svým rytířstvem, a naposmívav se jemu, oblékl jej v roucho bílé, i odeslal zase ku Pilátovi.
12 I učiněni jsou přátelé Pilát s Heródesem v ten den. Nebo před tím nepřátelé byli vespolek.
13 Pilát pak svolav přední kněží {biskupy} a úřadné osoby i lid,
14 Řekl jim: Dali jste mi tohoto člověka, jako by lid odvracel, a aj, já před vámi vyptávaje se ho, žádné viny jsem nenalezl na tom člověku v tom, což na něj žalujete.
15 Ano ani Heródes; nebo odeslal jsem vás k němu, a aj, nic hodného smrti nestalo se jemu.
16 Protož potrestaje, propustím ho.
17 Musil pak propouštívati jim jednoho v svátek.
18 Protož zkřiklo spolu všecko množství, řkouce: Zahlaď tohoto, a propusť nám Barabáše.
19 Kterýž byl pro bouřku nějakou v městě učiněnou a pro vraždu vsazen do žaláře.
20 Tedy Pilát opět mluvil, chtěje propustiti Ježíše.
21 Oni pak vždy volali, řkouce: Ukřižuj ho, ukřižuj.
22 A on potřetí řekl jim: Což pak zlého učinil tento? Žádné příčiny smrti nenalezl jsem na něm. Protož potresce, propustím ho.
23 Oni pak předce dotírali křikem velikým, žádajíce, aby byl ukřižován. A rozmáhali se hlasové jejich i předních kněží {biskupů}.
24 Pilát pak přisoudil, aby se naplnila žádost jejich.
25 I propustil jim toho, kterýž pro bouřku a vraždu vsazen byl do žaláře, za něhož prosili, ale Ježíše vydal k vůli jejich.
26 A když jej vedli, chytivše Šimona nějakého Cyrenenského, jdoucího s pole, vložili na něj kříž, aby nesl za Ježíšem.
27 I šlo za ním veliké množství lidu i žen, kteréž plakaly a kvílily ho.
28 A obrátiv se k nim Ježíš, dí: Dcery Jeruzalémské, neplačte nade mnou, ale raději samy nad sebou plačte a nad svými dětmi.
29 Nebo aj, dnové jdou, v nichž řeknou: Blahoslavené neplodné, a břicha, kteráž nerodila, a prsy, kteréž nekrmily.
30 Tehdyť počnou říci k horám: Padněte na nás, a pahrbkům: Přikrejte nás.
31 Nebo poněvadž na zeleném dřevě toto se děje, i co pak bude na suchém?
32 Vedeni pak byli i jiní dva zločinci, aby spolu s ním byli ukřižováni.
33 A když přišli na místo, kteréž slove popravištné, tu jej ukřižovali, i ty zločince, jednoho na pravici, druhého pak na levici.
34 Tedy Ježíš řekl: Otče, odpusť jim, neboť nevědí, co činí. A rozdělivše roucho jeho, metali los.
35 I stál lid, dívaje se. A posmívali se jemu knížata {biskupové} s nimi, řkouce: Jinýmť spomáhal, nechať pomůže sám sobě, jestliže on jest Kristus, ten Boží zvolený.
36 Posmívali se pak jemu i žoldnéři, přistupujíce a octa podávajíce jemu,
37 A říkajíce: Jsi-li ty král ten Židovský, spomoziž sám sobě.
38 A byl také i nápis napsaný nad ním, literami Řeckými a Latinskými a Židovskými: Tento jest král Židovský.
39 Jeden pak z těch zločinců, kteříž s ním viseli, rouhal se jemu, řka: Jsi-li ty Kristus, spomoziž sobě i nám.
40 A odpověděv druhý, trestal ho, řka: Ani ty se Boha nebojíš, ješto jsi v témž potupení?
41 A my zajisté spravedlivě, nebo hodnou pomstu za skutky své béřeme, ale tento nic zlého neučinil.
42 I dí Ježíšovi: Pane, rozpomeň se na mne, když přijdeš do království svého.
43 I řekl mu Ježíš: Amen pravím tobě, dnes budeš se mnou v ráji.
44 A bylo okolo hodiny šesté. I stala se tma po vší zemi až do hodiny deváté.
45 I zatmělo se slunce, a opona chrámová roztrhla se napoly.
46 A zvolav Ježíš hlasem velikým, řekl: Otče, v ruce tvé poroučím ducha svého. A to pověděv, umřel.
47 A viděv centurio, co se stalo, velebil Boha, řka: Jistě člověk tento spravedlivý byl.
48 A všickni zástupové, přítomní tomu divadlu, hledíce na to, co se dálo, tepouce prsy své, navracovali se.
49 Stáli pak všickni známí jeho zdaleka, hledíce na to, i ženy, kteréž byly přišly za ním z Galilee.
50 A aj, muž jménem Jozef, jeden z úřadu, muž dobrý a spravedlivý,
51 Kterýž byl nepovolil radě a skutku jejich, z Arimatie města Judského, kterýž také očekával království Božího;
52 Ten přistoupiv ku Pilátovi, vyprosil tělo Ježíšovo.
53 A složiv je, obvinul v kment, a pochoval je v hrobě vytesaném, v kterémž ještě nikdy nebyl žádný pochován.
54 A byl den připravování, a sobota se začínala.
55 Šedše pak také za ním ženy, kteréž byly s Ježíšem přišly z Galilee, pohleděly na hrob, a kterak pochováno bylo tělo jeho.
56 Vrátivše se pak, připravily vonné věci a masti, ale v sobotu odpočinuly, podlé přikázaní.


1 και ανασταν απαν το πληθος αυτων ηγαγεν αυτον επι τον πιλατον
2 ηρξαντο δε κατηγορειν αυτου λεγοντες τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και κωλυοντα καισαρι φορους διδοναι λεγοντα εαυτον χριστον βασιλεα ειναι
3 ο δε πιλατος επηρωτησεν αυτον λεγων συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων ο δε αποκριθεις αυτω εφη συ λεγεις
4 ο δε πιλατος ειπεν προς τους αρχιερεις και τους οχλους ουδεν ευρισκω αιτιον εν τω ανθρωπω τουτω
5 οι δε επισχυον λεγοντες οτι ανασειει τον λαον διδασκων καθ ολης της ιουδαιας αρξαμενος απο της γαλιλαιας εως ωδε
6 πιλατος δε ακουσας γαλιλαιαν επηρωτησεν ει ο ανθρωπος γαλιλαιος εστιν
7 και επιγνους οτι εκ της εξουσιας ηρωδου εστιν ανεπεμψεν αυτον προς ηρωδην οντα και αυτον εν ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις
8 ο δε ηρωδης ιδων τον ιησουν εχαρη λιαν ην γαρ θελων εξ ικανου ιδειν αυτον δια το ακουειν πολλα περι αυτου και ηλπιζεν τι σημειον ιδειν υπ αυτου γινομενον
9 επηρωτα δε αυτον εν λογοις ικανοις αυτος δε ουδεν απεκρινατο αυτω
10 ειστηκεισαν δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις ευτονως κατηγορουντες αυτου
11 εξουθενησας δε αυτον ο ηρωδης συν τοις στρατευμασιν αυτου και εμπαιξας περιβαλων αυτον εσθητα λαμπραν ανεπεμψεν αυτον τω πιλατω
12 εγενοντο δε φιλοι ο τε πιλατος και ο ηρωδης εν αυτη τη ημερα μετ αλληλων προυπηρχον γαρ εν εχθρα οντες προς εαυτους
13 πιλατος δε συγκαλεσαμενος τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον
14 ειπεν προς αυτους προσηνεγκατε μοι τον ανθρωπον τουτον ως αποστρεφοντα τον λαον και ιδου εγω ενωπιον υμων ανακρινας ουδεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω αιτιον ων κατηγορειτε κατ αυτου
15 αλλ ουδε ηρωδης ανεπεμψα γαρ υμας προς αυτον και ιδου ουδεν αξιον θανατου εστιν πεπραγμενον αυτω
16 παιδευσας ουν αυτον απολυσω
17 αναγκην δε ειχεν απολυειν αυτοις κατα εορτην ενα
18 ανεκραξαν δε παμπληθει λεγοντες αιρε τουτον απολυσον δε ημιν τον βαραββαν
19 οστις ην δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και φονον βεβλημενος εις φυλακην
20 παλιν ουν ο πιλατος προσεφωνησεν θελων απολυσαι τον ιησουν
21 οι δε επεφωνουν λεγοντες σταυρωσον σταυρωσον αυτον
22 ο δε τριτον ειπεν προς αυτους τι γαρ κακον εποιησεν ουτος ουδεν αιτιον θανατου ευρον εν αυτω παιδευσας ουν αυτον απολυσω
23 οι δε επεκειντο φωναις μεγαλαις αιτουμενοι αυτον σταυρωθηναι και κατισχυον αι φωναι αυτων και των αρχιερεων
24 ο δε πιλατος επεκρινεν γενεσθαι το αιτημα αυτων
25 απελυσεν δε αυτοις τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην ον ητουντο τον δε ιησουν παρεδωκεν τω θεληματι αυτων
26 και ως απηγαγον αυτον επιλαβομενοι σιμωνος τινος κυρηναιου του ερχομενου απ αγρου επεθηκαν αυτω τον σταυρον φερειν οπισθεν του ιησου
27 ηκολουθει δε αυτω πολυ πληθος του λαου και γυναικων αι και εκοπτοντο και εθρηνουν αυτον
28 στραφεις δε προς αυτας ο ιησους ειπεν θυγατερες ιερουσαλημ μη κλαιετε επ εμε πλην εφ εαυτας κλαιετε και επι τα τεκνα υμων
29 οτι ιδου ερχονται ημεραι εν αις ερουσιν μακαριαι αι στειραι και κοιλιαι αι ουκ εγεννησαν και μαστοι οι ουκ εθηλασαν
30 τοτε αρξονται λεγειν τοις ορεσιν πεσετε εφ ημας και τοις βουνοις καλυψατε ημας
31 οτι ει εν τω υγρω ξυλω ταυτα ποιουσιν εν τω ξηρω τι γενηται
32 ηγοντο δε και ετεροι δυο κακουργοι συν αυτω αναιρεθηναι
33 και οτε απηλθον επι τον τοπον τον καλουμενον κρανιον εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους ον μεν εκ δεξιων ον δε εξ αριστερων
34 ο δε ιησους ελεγεν πατερ αφες αυτοις ου γαρ οιδασιν τι ποιουσιν διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου εβαλον κληρον
35 και ειστηκει ο λαος θεωρων εξεμυκτηριζον δε και οι αρχοντες συν αυτοις λεγοντες αλλους εσωσεν σωσατω εαυτον ει ουτος εστιν ο χριστος ο του θεου εκλεκτος
36 ενεπαιζον δε αυτω και οι στρατιωται προσερχομενοι και οξος προσφεροντες αυτω
37 και λεγοντες ει συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων σωσον σεαυτον
38 ην δε και επιγραφη γεγραμμενη επ αυτω γραμμασιν ελληνικοις και ρωμαικοις και εβραικοις ουτος εστιν ο βασιλευς των ιουδαιων
39 εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον λεγων ει συ ει ο χριστος σωσον σεαυτον και ημας
40 αποκριθεις δε ο ετερος επετιμα αυτω λεγων ουδε φοβη συ τον θεον οτι εν τω αυτω κριματι ει
41 και ημεις μεν δικαιως αξια γαρ ων επραξαμεν απολαμβανομεν ουτος δε ουδεν ατοπον επραξεν
42 και ελεγεν τω ιησου μνησθητι μου κυριε οταν ελθης εν τη βασιλεια σου
43 και ειπεν αυτω ο ιησους αμην λεγω σοι σημερον μετ εμου εση εν τω παραδεισω
44 ην δε ωσει ωρα εκτη και σκοτος εγενετο εφ ολην την γην εως ωρας εννατης
45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη το καταπετασμα του ναου μεσον
46 και φωνησας φωνη μεγαλη ο ιησους ειπεν πατερ εις χειρας σου παραθησομαι το πνευμα μου και ταυτα ειπων εξεπνευσεν
47 ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον εδοξασεν τον θεον λεγων οντως ο ανθρωπος ουτος δικαιος ην
48 και παντες οι συμπαραγενομενοι οχλοι επι την θεωριαν ταυτην θεωρουντες τα γενομενα τυπτοντες εαυτων τα στηθη υπεστρεφον
49 ειστηκεισαν δε παντες οι γνωστοι αυτου μακροθεν και γυναικες αι συνακολουθησασαι αυτω απο της γαλιλαιας ορωσαι ταυτα
50 και ιδου ανηρ ονοματι ιωσηφ βουλευτης υπαρχων ανηρ αγαθος και δικαιος
51 ουτος ουκ ην συγκατατεθειμενος τη βουλη και τη πραξει αυτων απο αριμαθαιας πολεως των ιουδαιων ος και προσεδεχετο και αυτος την βασιλειαν του θεου
52 ουτος προσελθων τω πιλατω ητησατο το σωμα του ιησου
53 και καθελων αυτο ενετυλιξεν αυτο σινδονι και εθηκεν αυτο εν μνηματι λαξευτω ου ουκ ην ουδεπω ουδεις κειμενος
54 και ημερα ην παρασκευη και σαββατον επεφωσκεν
55 κατακολουθησασαι δε και γυναικες αιτινες ησαν συνεληλυθυιαι αυτω εκ της γαλιλαιας εθεασαντο το μνημειον και ως ετεθη το σωμα αυτου
56 υποστρεψασαι δε ητοιμασαν αρωματα και μυρα και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην



Evangelium podle Marka 22. kapitola     24. kapitola Evangelium podle Jana

Zobrazit ve Studijní on-line bibli
www.obohu.cz © 2011 - 2100