Bible Kralická (1613) + Textus ReceptusEvangelium podle Lukáše - 20. kapitola

1 I stalo se těch dnů v jeden den, když on učil lid v chrámě, a kázal evangelium, že přišli k tomu přední kněží {biskupové} a zákonníci s staršími.
2 I řekli jemu: pověz nám, jakou mocí tyto věci činíš, aneb kdo jest ten, kterýž tobě tuto moc dal?
3 I odpověděv, řekl jim: Otížiť se i já vás na jednu věc; protož pověztež mi:
4 Křest Janův s nebe-li byl, čili z lidí?
5 Oni pak uvažovali to mezi sebou, řkouce: Jestliže bychom řekli: S nebe, díť: Pročež jste tedy neuvěřili jemu?
6 Pakli díme: Z lidí, lid všecken ukamenuje nás; nebo cele tak drží, že Jan jest prorok.
7 I odpověděli: Že nevědí, odkud byl.
8 I řekl jim Ježíš: Aniž já vám povím, jakou mocí toto činím.
9 I počal lidu praviti podobenství toto: Člověk jeden štípil vinici, a pronajal ji vinařům, a sám odšel přes pole na dlouhé časy.
10 A v čas slušný poslal k těm vinařům služebníka, aby užitek z vinice dali jemu. Ti pak vinaři zmrskavše jej, pustili prázdného.
11 I poslal druhého služebníka. Oni pak i toho zmrskavše a zohavivše, pustili prázdného.
12 I poslal třetího. Ale oni i toho zranivše, vystrčili ven.
13 Tedy řekl pán té vinice: Co učiním? Pošli svého milého syna. Snad když toho uzří, ustýdnou se.
14 Ale vinaři uzřevše jej, rozmlouvali mezi sebou, řkouce: Tentoť jest dědic; poďte, zabíme jej, aby naše bylo to dědictví.
15 A vystrčivše jej ven z vinice, zamordovali. Což tedy učiní jim pán té vinice?
16 Přijde a vyhladí vinaře ty, a dá vinici jiným. To uslyšavše, řekli: Odstup to.
17 Ale on pohleděv na ně, řekl: Co jest pak to, což napsáno jest: Kámen, kterýmž pohrdli stavitelé, ten učiněn jest v hlavu úhelní?
18 Každý, kdož padne na ten kámen, rozrazí se; a na kohož by on upadl, potřeť jej.
19 I hledali přední kněží {biskupové} a zákonníci, jak by naň vztáhli ruce v tu hodinu, ale báli se lidu. Nebo porozuměli, že by na ně mluvil podobenství to.
20 Tedy střehnouce ho, poslali špehéře, kteříž by se spravedlivými činili, aby ho polapili v řeči, a potom jej vydali vrchnosti a v moc hejtmanu.
21 I otázali se ho, řkouce: Mistře, víme, že právě mluvíš a učíš, a nepřijímáš osoby, ale v pravdě cestě Boží učíš.
22 Sluší-li nám daň dávati císaři, čili nic?
23 Ale porozuměv chytrosti jejich, dí jim: Co mne pokoušíte?
24 Ukažte mi peníz. Čí má obraz a nápis? I odpověděvše, řekli: Císařův.
25 On pak řekl jim: Dejtež tedy, co jest císařova, císaři, a co jest Božího, Bohu.
26 I nemohli ho za slovo popadnouti před lidem, a divíce se odpovědi jeho, umlkli.
27 Přistoupivše pak někteří z saduceů, (kteříž odpírají býti vzkříšení), otázali se ho,
28 Řkouce: Mistře, Mojžíš napsal nám: Kdyby bratr něčí umřel, maje manželku, a umřel by bez dětí, aby ji pojal bratr jeho za manželku, a vzbudil símě bratru svému.
29 I bylo sedm bratří, a první pojav ženu, umřel bez dětí.
30 I pojal druhý tu ženu, a umřel i ten bez dětí.
31 Potom třetí pojal ji, též i všech těch sedm, a nezůstavivše dětí, zemřeli.
32 Nejposléze po všech umřela i ta žena.
33 Protož při vzkříšení, kterého z nich bude ta žena, poněvadž sedm jich mělo ji za manželku?
34 A odpovídaje, řekl jim Ježíš: Synové tohoto věku žení se a vdávají.
35 Ale ti, kteříž hodni jmíni budou dosáhnouti onoho věku a vzkříšení z mrtvých, ani se ženiti nebudou ani vdávati.
36 Nebo ani umírati více nebudou moci, andělům zajisté rovni budou. A jsou synové Boží, poněvadž jsou synové vzkříšení.
37 A že mrtví vstanou z mrtvých, i Mojžíš ukázal při onom kři, když nazývá Pána Bohem Abrahamovým, a Bohem Izákovým, a Bohem Jákobovým.
38 Bůhť pak není mrtvých, ale živých, nebo všickni jsou jemu živi.
39 Tedy odpověděvše někteří z zákonníků, řekli: Mistře, dobře jsi pověděl.
40 I nesměli se jeho na nic více tázati.
41 Řekl pak jim: Kterak praví Krista býti synem Davidovým?
42 A sám David praví v knize žalmů: Řekl Pán Pánu mému: Seď na pravici mé,
43 Ažť položím nepřátely tvé v podnož noh tvých?
44 Poněvadž David jej Pánem nazývá, i kterakž syn jeho jest?
45 I řekl učedlníkům svým přede vším lidem:
46 Varujte se zákonníků, kteříž rádi chodí v krásném rouše, a milují pozdravování na trzích a přední stolice v školách, a první místo na večeřích.
47 Kteříž zžírají domy vdovské pod zámyslem dlouhé modlitby. Tiť vezmou těžší odsouzení.


1 και εγενετο εν μια των ημερων εκεινων διδασκοντος αυτου τον λαον εν τω ιερω και ευαγγελιζομενου επεστησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις συν τοις πρεσβυτεροις
2 και ειπον προς αυτον λεγοντες ειπε ημιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιεις η τις εστιν ο δους σοι την εξουσιαν ταυτην
3 αποκριθεις δε ειπεν προς αυτους ερωτησω υμας καγω ενα λογον και ειπατε μοι
4 το βαπτισμα ιωαννου εξ ουρανου ην η εξ ανθρωπων
5 οι δε συνελογισαντο προς εαυτους λεγοντες οτι εαν ειπωμεν εξ ουρανου ερει δια τι ουν ουκ επιστευσατε αυτω
6 εαν δε ειπωμεν εξ ανθρωπων πας ο λαος καταλιθασει ημας πεπεισμενος γαρ εστιν ιωαννην προφητην ειναι
7 και απεκριθησαν μη ειδεναι ποθεν
8 και ο ιησους ειπεν αυτοις ουδε εγω λεγω υμιν εν ποια εξουσια ταυτα ποιω
9 ηρξατο δε προς τον λαον λεγειν την παραβολην ταυτην ανθρωπος τις εφυτευσεν αμπελωνα και εξεδοτο αυτον γεωργοις και απεδημησεν χρονους ικανους
10 και εν καιρω απεστειλεν προς τους γεωργους δουλον ινα απο του καρπου του αμπελωνος δωσιν αυτω οι δε γεωργοι δειραντες αυτον εξαπεστειλαν κενον
11 και προσεθετο πεμψαι ετερον δουλον οι δε κακεινον δειραντες και ατιμασαντες εξαπεστειλαν κενον
12 και προσεθετο πεμψαι τριτον οι δε και τουτον τραυματισαντες εξεβαλον
13 ειπεν δε ο κυριος του αμπελωνος τι ποιησω πεμψω τον υιον μου τον αγαπητον ισως τουτον ιδοντες εντραπησονται
14 ιδοντες δε αυτον οι γεωργοι διελογιζοντο προς εαυτους λεγοντες ουτος εστιν ο κληρονομος δευτε αποκτεινωμεν αυτον ινα ημων γενηται η κληρονομια
15 και εκβαλοντες αυτον εξω του αμπελωνος απεκτειναν τι ουν ποιησει αυτοις ο κυριος του αμπελωνος
16 ελευσεται και απολεσει τους γεωργους τουτους και δωσει τον αμπελωνα αλλοις ακουσαντες δε ειπον μη γενοιτο
17 ο δε εμβλεψας αυτοις ειπεν τι ουν εστιν το γεγραμμενον τουτο λιθον ον απεδοκιμασαν οι οικοδομουντες ουτος εγενηθη εις κεφαλην γωνιας
18 πας ο πεσων επ εκεινον τον λιθον συνθλασθησεται εφ ον δ αν πεση λικμησει αυτον
19 και εζητησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις επιβαλειν επ αυτον τας χειρας εν αυτη τη ωρα και εφοβηθησαν τον λαον εγνωσαν γαρ οτι προς αυτους την παραβολην ταυτην ειπεν
20 και παρατηρησαντες απεστειλαν εγκαθετους υποκρινομενους εαυτους δικαιους ειναι ινα επιλαβωνται αυτου λογου εις το παραδουναι αυτον τη αρχη και τη εξουσια του ηγεμονος
21 και επηρωτησαν αυτον λεγοντες διδασκαλε οιδαμεν οτι ορθως λεγεις και διδασκεις και ου λαμβανεις προσωπον αλλ επ αληθειας την οδον του θεου διδασκεις
22 εξεστιν ημιν καισαρι φορον δουναι η ου
23 κατανοησας δε αυτων την πανουργιαν ειπεν προς αυτους τι με πειραζετε
24 επιδειξατε μοι δηναριον τινος εχει εικονα και επιγραφην αποκριθεντες δε ειπον καισαρος
25 ο δε ειπεν αυτοις αποδοτε τοινυν τα καισαρος καισαρι και τα του θεου τω θεω
26 και ουκ ισχυσαν επιλαβεσθαι αυτου ρηματος εναντιον του λαου και θαυμασαντες επι τη αποκρισει αυτου εσιγησαν
27 προσελθοντες δε τινες των σαδδουκαιων οι αντιλεγοντες αναστασιν μη ειναι επηρωτησαν αυτον
28 λεγοντες διδασκαλε μωσης εγραψεν ημιν εαν τινος αδελφος αποθανη εχων γυναικα και ουτος ατεκνος αποθανη ινα λαβη ο αδελφος αυτου την γυναικα και εξαναστηση σπερμα τω αδελφω αυτου
29 επτα ουν αδελφοι ησαν και ο πρωτος λαβων γυναικα απεθανεν ατεκνος
30 και ελαβεν ο δευτερος την γυναικα και ουτος απεθανεν ατεκνος
31 και ο τριτος ελαβεν αυτην ωσαυτως δε και οι επτα (VAR2: και) ου κατελιπον τεκνα και απεθανον
32 υστερον (VAR1: δε) παντων απεθανεν και η γυνη
33 εν τη ουν αναστασει τινος αυτων γινεται γυνη οι γαρ επτα εσχον αυτην γυναικα
34 και αποκριθεις ειπεν αυτοις ο ιησους οι υιοι του αιωνος τουτου γαμουσιν και εκγαμισκονται
35 οι δε καταξιωθεντες του αιωνος εκεινου τυχειν και της αναστασεως της εκ νεκρων ουτε γαμουσιν ουτε εκγαμισκονται
36 ουτε γαρ αποθανειν ετι δυνανται ισαγγελοι γαρ εισιν και υιοι εισιν του θεου της αναστασεως υιοι οντες
37 οτι δε εγειρονται οι νεκροι και μωσης εμηνυσεν επι της βατου ως λεγει κυριον τον θεον αβρααμ και τον θεον ισαακ και τον θεον ιακωβ
38 θεος δε ουκ εστιν νεκρων αλλα ζωντων παντες γαρ αυτω ζωσιν
39 αποκριθεντες δε τινες των γραμματεων ειπον διδασκαλε καλως ειπας
40 ουκετι δε ετολμων επερωταν αυτον ουδεν
41 ειπεν δε προς αυτους πως λεγουσιν τον χριστον υιον δαβιδ ειναι
42 και αυτος δαβιδ λεγει εν βιβλω ψαλμων ειπεν ο κυριος τω κυριω μου καθου εκ δεξιων μου
43 εως αν θω τους εχθρους σου υποποδιον των ποδων σου
44 δαβιδ ουν κυριον αυτον καλει και πως υιος αυτου εστιν
45 ακουοντος δε παντος του λαου ειπεν τοις μαθηταις αυτου
46 προσεχετε απο των γραμματεων των θελοντων περιπατειν εν στολαις και φιλουντων ασπασμους εν ταις αγοραις και πρωτοκαθεδριας εν ταις συναγωγαις και πρωτοκλισιας εν τοις δειπνοις
47 οι κατεσθιουσιν τας οικιας των χηρων και προφασει μακρα προσευχονται ουτοι ληψονται περισσοτερον κριμα



Evangelium podle Marka 19. kapitola     21. kapitola Evangelium podle Jana

Zobrazit ve Studijní on-line bibli
www.obohu.cz © 2011 - 2100